στημονιάζω

στημονιάζω
στημονιάζω και στημονίζω στημόνιασα, βάζω το στημόνι στον αργαλειό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στημονιάζω — Ν [στημόνι] τοποθετώ κατάλληλα το στημόνι στον αργαλειό ώστε να προκύψει η επιθυμητή ύφανση …   Dictionary of Greek

  • στημόνιασμα — το, Ν [στημονιάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στημονιάζω, η τοποθέτηση στημονιού στον αργαλειό …   Dictionary of Greek

  • στημονίζω — ΝΜΑ [στήμων, ονος] νεοελλ. στημονιάζω αρχ. 1. (κατά τον Ζωναρ.) «λεπτύνω» 2. (το αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ.) στημονίζων (κατά τον Ευστ.) «ὁ τρίβων» 3. μέσ. στημονίζομαι α) τοποθετώ το στημόνι στον αργαλειό β) (για αράχνη) αρχίζω να υφαίνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”